Τα ξανθελάσματα είναι σαφώς ή ασαφώς περιγεγραμμένες κηλίδες ή πλάκες , κίτρινες ή πορτοκαλόχροες, διαφόρου μεγέθους, που εντοπίζονται εκλεκτικά στα άνω και κάτω βλέφαρα, κυρίως στη περιοχή του έσω κανθού και σε μερικές περιπτώσεις καλύπτουν όλη την επιφάνεια του βλεφάρου . Αποτελούν τον πιο συχνό τύπο δερματικού ξανθώματος. Παρουσιάζονται και στα δύο φύλα, με τις γυναίκες να έχουν υψηλότερο ποσοστό εμφάνισης.
Πού οφείλονται τα ξανθελάσματα;
Τα ξανθελάσματα οφείλονται στην ενδοκυττάριο και την εντός του χορίου εναπόθεση λιπιδίων. Ο ακριβής μηχανισμός δημιουργίας τους δεν είναι γνωστός . Είναι πιθανόν, οι λιποπρωτεϊνες που υπάρχουν στην κυκλοφορία του αίματος, να διαπερνούν το τοίχωμα των τριχοειδών, να φαγοκυτταρώνονται από τα μακροφάγα , τα οποία καταλήγουν να γίνονται αφρώδη κύτταρα.
Αν και οι παρουσία τους προσανατολίζει σε υποκείμενη διαταραχή της χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων μόνο σε ένα ποσοστό, κάτω του 50%, ανευρίσκεται και ιδιαίτερα σε νεαρά άτομα.
Πώς αντιμετωπίζονται τα ξανθελάσματα;
Τα ξανθελάσματα, συνήθως, δεν προκαλούν καμία λειτουργική διαταραχή και η αντιμετώπισή τους γίνεται μόνο για αισθητικούς λόγους . Σε σπάνιες περιπτώσεις και σε μεγάλα , εκτεταμένα ξανθελάσματα, είναι δυνατόν να παρατηρηθούν ελαφριά βλεφαρόπτωση στο άνω βλέφαρο και μικρό εκτρόπιο στο κάτω βλεφαρο.
Οι θεραπευτικές επιλογές είναι πολλές:
Εξάχνωση με υπερπαλμικό CO2 LASER
Ιστική καταστροφή με ηλεκτροκαυτηρίαση
Καταστροφή με TCA
Χειρουργική αφαίρεση και συρραφή με 6/0 και 7/0 ράμμα
Συνδυασμός χειρουργικής αφαίρεσης και CO2 LASER ( φαίνεται να έχει την καλύτερη και ταχύτερη επούλωση)
Η επιλογή της καταλληλότερης θεραπευτική μεθόδου είναι συνάρτηση του μεγέθους του ξανθελάσματος, της εμπειρίας του ιατρού και του εξοπλισμού που το ιατρείο του διαθέτει . Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ενημερώνεται ο ασθενής, για την πιθανότητα επανεμφάνισής τους, η οποία μπορεί να συμβεί και μέσα στους πρώτους μήνες από την αφαίρεση.
Παράλληλα, συστήνεται προληπτικά, εργαστηριακός έλεγχος για χοληστερίνη, τριγλυκερίδια, ΗDL, LDL και επί συνύπαρξης αιματολογικής διαταραχής, προτείνεται η τήρηση διαιτολογίου και η λήψη φαρμακευτικής αγωγής.